Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονίσκω — ὀνίσκω (Α) (δ. γρφ.) ονίνημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλ. ὀνήσω τού ὀνίνημι, κατά το εὑρίσκω / εὑρήσω] … Dictionary of Greek
ὀνίσκῳ — ὀνίσκος gadus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)